υπερκόρεση

υπερκόρεση
η, Ν
υπερκορεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορέννυμι / -ύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόρεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”